- ξιφοκτόνος
- ξῐφο-κτόνος, ον,A slaying with the sword,
χέρες S.Aj.10
;δίωγμα E.Hel.354
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χέρες S.Aj.10
;δίωγμα E.Hel.354
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξιφοκτόνος — ξιφοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει με ξίφος (α. «ξιφοκτόνος χέρας», Σοφ. β. «ξιφοκτόνον διωγμόν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μητρο κτόνος] … Dictionary of Greek
ξιφοκτόνον — ξιφοκτόνος slaying with the sword masc/fem acc sg ξιφοκτόνος slaying with the sword neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφοκτόνοις — ξιφοκτόνος slaying with the sword masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφοκτόνους — ξιφοκτόνος slaying with the sword masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek
ξιφοκτονώ — ξιφοκτονῶ, έω (Α) [ξιφοκτόνος] (κατά το λεξ. Σούδα) «ξιφοκτονεῑ ξίφεσιν ἀναιρεῑ», φονεύει με ξίφος … Dictionary of Greek